χλωρηΐς

χλωρηΐς
-ΐδος, ἡ, Α
(ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών
ἤτοι ἀπὸ τοῡ χρώματος
ἤ χλωρά
ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν»
β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά
οἱ δὲ τὴν χλωροῑς ἡδομένην
κρεῑττον δὲ τὸ πρῶτον
τοιαύτην γὰρ τὴν πτέρωσιν ἔχει»
γ) (κατά τον Ευστ.) «διὰ τὸ ἅμα τοῑς χλωροῑς φαίνεσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. θηλ. τού επιθ. χλωρός, σχηματισμένος με κατάλ. -ηΐς (πρβλ. ἡγεμον-ηΐς). Για άλλες ονομ. πτηνών, προερχόμενες από το επίθ. χλωρός, πρβλ. χλωρίς, χλωρίων, χλωρεύς. Η άποψη ότι η λ. χλωρηΐς προέρχεται από τ. *χλωρ-ηFιδ-ς, σύνθ. τού οποίου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. ἀείδω και έχει σημ. «με καθαρή φωνή», δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χλωρηίς — of the greenwood fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωρηίδα — χλωρηίς of the greenwood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • соловей — род. п. вья, укр. соловiй, соловей, блр. соловейка, др. русск. соловии, русск. цслав. славии ἀηδών, болг. славей, сербохорв. сла̀ву̑j, род. п. славуjа, также сла̑вjа ж., сла̑вља, сла̑вjе, словен. slavǝc, род. п. slavca, чеш. slavik, слвц. slavik …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • χλωρίδα — I (chloris). Γένος πτηνών της οικογένειας των φρινγκιλιδών ή σπιζιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Περιλαμβάνει μικρά πουλιά με ίσιο ράμφος, κωνικό και δυνατό, μικρό λαιμό και κοντά πόδια, φτερά μέτριου μεγέθους και διχαλωτή ουρά. Απαντά σε… …   Dictionary of Greek

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”